Η χρονιά που οι ψαράδες στη Σκάλα Συκαμιάς έγραψαν Ιστορία

Της Μαρίας Λούκα
Φωτογραφίες: Alexandros Katsis

Tους προτείνουν για Νομπέλ Ειρήνης – ήδη έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες υπογραφές. Δεν ξέρουμε αν θα το πάρουν, όμως ο Θανάσης, ο Γιώργος, η γιαγιά Μαρίτσα, ο Νίκος και τόσοι άλλοι στη Συκαμιά της Λέσβου γίνονται παγκόσμιο παράδειγμα ανθρωπισμού.


«Ανεβαίνεις στα ράχτα, γυρίζεις μια βόλτα τη ματιά ένα γύρο, στεριάς και πελάγου, και δακρύζει το μάτι σου». Αυτά έγραφε ο Στρατής Μυριβήλης στο μυθιστόρημά του «Η Παναγιά η Γοργόνα» για να τιμήσει τον τόπο που γεννήθηκε κι έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Σήμερα στη Σκάλα Συκαμιάς ξαναζωντανεύουν τα λόγια του. Τα μάτια των περισσότερων εδώ είναι υγρά και τα στομάχια σφιγμένα. Όχι από την ομορφιά και την αγαλλίαση που εννοούσε ο μεγάλος πεζογράφος. Τώρα δακρύζουν από την διαρκή αναμέτρηση με τη φρίκη. Αυτή που αποτυπώνεται στα βρεγμένα πρόσωπα των χιλιάδων προσφύγων που καταφθάνουν καθημερινά σ’ αυτή την εσχατιά της Ευρώπης. Και κυρίως την ασάλευτη φρίκη αυτών που τελικά δεν κατόρθωσαν να φτάσουν.
Στη Σκάλα οι ακρογιαλιές είναι σκεπασμένες από ένα παχύ πορτοκαλί στρώμα σωσιβίων, στα δέντρα κρέμονται χρυσαφένια ισοθερμικά και ο χωματόδρομος είναι γεμάτος παπούτσια και παρατημένα παιχνίδια παιδιών που μεγάλωσαν απότομα. Το γραφικό ψαροχώρι έγινε η βασική πύλη εισόδου των διωγμένων από τον πόλεμο και τη βία των τζιχαντιστών ανθρώπων που αναζητούν μέσα από ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι μια πιο ασφαλή προοπτική για τη ζωή τους στο δυτικό κόσμο.

Ο Γιώργος Μαυριπίδης με το βλέμμα στον ορίζοντα. Είναι ένας από τους ψαράδες στη Σκάλα Συκαμιάς που έχουν σώσει πολλούς πρόσφυγες που κινδύνευαν στη θάλασσα (Alexandros Katsis)
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (τελευταία ενημέρωση στις 31 Δεκεμβρίου) στην Ελλάδα έφτασαν το 2015 851.319 πρόσφυγες, εκ των οποίων το 28% είναι παιδιά. Απ’ αυτούς το 56% είναι Σύροι και το 24% Αφγανοί. Μόνο στη Λέσβο έφτασαν 500.018  άνθρωποι. Για περίπου 3.000 άτομα το ταξίδι αυτό έμεινε ανολοκλήρωτο. Χάθηκαν στα νερά της Μεσογείου στην προσπάθεια τους να φτάσουν στις ακτές της Ελλάδας ή της Ιταλίας…
Αυτή η νέα πραγματικότητα ξεχαρβάλωσε εντελώς την κανονικότητα των ντόπιων. Η αμέριμνη ησυχία αντικαταστάθηκε από μια αγχώδη κίνηση και φασαρία. Ανθρωποι και φορτηγά πηγαινοέρχονται στο καταχείμωνο. Το χωριό έγινε το κέντρο ενός πολυγλωσσικού εργαστηρίου αλληλεγγύης με εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο να ξεφορτώνουν κιβώτια, να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν, να ενημερώνουν. Βλέπεις οι 140 κάτοικοι στη Συκαμιά, παρατημένοι από την ελληνική Πολιτεία και τις ευρωπαϊκές αρχές, κλήθηκαν να διαχειριστούν μόνοι τους τη χειρότερη προσφυγική κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη συνδρομή πολλών ακτιβιστών και ΜΚΟ ανέλαβαν να οργανώσουν το τιτάνιο έργο της διάσωσης , υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων. Να πράξουν δηλαδή αυτό που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και που ακόμα δε βρήκαν οι ευρωπαϊκές ελίτ στις ατέλειωτες συνεδριάσεις τους.

Ενα μπουκάλι για τους διψασμένους πρόσφυγες. Δεν είναι σταλμένο από τον ουρανό, αλλά από το χέρι του Γιώργου, ψαρά της Λέσβου (Alexandros Katsis)

Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι ηρωικοί ψαράδες της Σκάλας Συκαμιάς. Χωρίς ποτέ να επιδιώξουν έναν τέτοιο προσδιορισμό για τους εαυτούς τους, στο σημείο που τέμνεται το τυχαίο με την ευσυνειδησία, αναδείχθηκαν σε πολύτιμους συνοδοιπόρους των προσφύγων. «Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον πνιγμένο στα δύο μέτρα και να τον τραβάς; Στην αρχή δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια. Με τον καιρό το συνηθίζεις κι αυτό. Μόνο αυτά τα μωράκια που κλαίνε όταν γεμίζουν οι βάρκες με νερά και να σηκώνουν ψιλά οι πατεράδες τους για να τα σώσουν δεν αντέχω να τα βλέπω. Αυτό δε συνηθίζεται» λέει ο Θανάσης Μαρμαρινός. Στα 61 του έγινε διάσημος, όταν σε μια προσπάθεια διάσωσης φώναζε: «Τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε, τα μωρέλια».
«Εγώ δεν ήθελα ούτε διάσημος να γίνω, ούτε ήρωας. Το κάνω γιατί το νιώθω. Όταν βλέπεις παιδιά να πνίγονται, τι να το κάνεις το μεροκάματο; Τα παρατάς όλα και πας να βοηθήσεις» μου εξηγεί.

Ο 61χρονος ψαράς Θανάσης Μαρμαρινός που έγινε γνωστός σε ολόκληρη τη χώρα όταν σε μια προσπάθεια διάσωσης φώναζε «τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε, τα μωρέλια» (Alexandros Katsis)

Ο Θανάσης μόνος του έχει ρυμουλκήσει φέτος με το καΐκι του πάνω από 70 βάρκες που έμειναν ακυβέρνητες ή είχαν πρόβλημα . Τις έβρισκε τις περισσότερες φορές την ώρα που ήταν για ψάρεμα και τις τραβούσε στη στεριά. Τόσο αυτός, όσο και οι περισσότεροι συνάδελφοί του μετράνε πολλά χαμένα μεροκάματα και βενζίνες από τις τσέπες τους αλλά δε μπήκαν ποτέ στο δίλημμα. «Μια μέρα με πήρε μια κυρία από την Αθήνα και μου είπε ότι μάζευαν λεφτά για να τα δώσουν σε μάς τους ψαράδες για το έργο μας. Εμείς δε θέλουμε λεφτά από τον κόσμο. Να αναλάβουν τις ευθύνες τους αυτοί που πρέπει, η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση» συμπληρώνει με μια –ομολογουμένως- δίκαιη αγανάκτηση.
Τον ρώτησα αν φοβάται μήπως ανάμεσα στους πρόσφυγες παρεισφρήσουν μέλη του ISIS: « Κι αν είναι κι ένας τζιχαντιστής σε μια βάρκα, τι φταίνε οι υπόλοιποι 50 να πνιγούνε; Η δική μας δουλειά είναι να τους σώζουμε. Η δουλειά της Αστυνομίας είναι να βρίσκει τους τζιχαντιστές» απάντησε.

Εθελοντές, αλληλέγγυοι και ΜΚΟ έχουν αναλάβει στη Λέσβο το έργο της υποδοχής των προσφύγων (Alexandros Katsis)

«Ψαριά» με πλαστικά και μηχανές…

Παρόμοιες εμπειρίες μου διηγήθηκε κι ο Γιώργος Μαυριπίδης. «Όταν ρίχνουμε δίχτυα συχνότερα πιάνουμε βγάζουμε μηχανές και πλαστικά παρά ψάρια» λέει. Ένα μεσημέρι οι αλληλέγγυοι παρατήρησαν μια βάρκα που είχε μείνει αρκετή ώρα ακίνητη στο νερό. Η Frontex και ο Γιώργος έφτασαν ταυτόχρονα κοντά τους. Ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να πάρει μερικούς γιατί δεν χωρούσαν όλοι στο σκάφος της Frontex αλλά δεν του το επέτρεψαν. Τους πέταξε ένα μπουκάλι νερό που είχε μαζί του, έτσι όπως περίμεναν πανικόβλητοι και τουρτουρίζοντας από το κρύο. «Για κάθε ένα καράβι που σώζει η Frontex , εμείς σώζουμε 50» σημειώνει. Η αλήθεια είναι ότι οι δυνάμεις του λιμενικού και της Frontex δεν επαρκούν για τη διάσωση ενός τόσο μεγάλου όγκου ναυαγίων και οι ψαράδες αυθόρμητα βοηθάνε όσο μπορούνε κι ακόμα παραπάνω. Τις νυχτερινές ώρες , όπως μου εξηγεί ο Γιώργος, είναι πιο επικίνδυνα: «Μπορεί να δουν κανένα καράβι και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Προχθές έφτασε μια βάρκα κοντά μου στα 10 μέτρα. Κάποιοι δεν ξέρουν καθόλου για θάλασσα, ούτε να κολυμπήσουν. Επιπλέον οι βάρκες μπάζουν νερά και παγώνουν. Και τις προηγούμενες χρονιές βγαίναν βάρκες αλλά αυτό που έγινε φέτος δεν το χω ξαναζήσει».

Η Σκάλα Συκαμίας έχει μετατραπεί σ’ ενα πολυγλωσσικό εργαστήρι με εθελοντές από όλο τον κόσμο (Alexandros Katsis)
Από το 2003 που άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ προσπαθούσαν οι πρόσφυγες να περάσουν στη Λέσβο. Τότε όμως μιλούσαμε για μία – δυο βάρκες την εβδομάδα. Φέτος βγαίνουν κατά μέσο όρο 30 βάρκες την ημέρα, ενώ υπήρξαν μέρες που έφτασαν τις 70. Ο ρυθμός του χωριού περιστρέφεται γύρω από αυτή την καταμέτρηση. Στον Πλάτανο έχει στηθεί μια δομή υποδοχής από ακτιβιστές από την Αθήνα και ντόπιους. Όταν φτάσει μια βάρκα, τους δίνουν ισοθερμικά, παρέχουν τις πρώτες ιατρικές βοήθειες σε όσους το χρειάζονται, τους δίνουν ρούχα, τσάι και οδηγίες για τη συνέχεια του ταξιδιού τους. Μαγαζάτορες, ψαράδες, νοικοκυρές, όλοι είναι στο πόδι για να προσφέρουν μια αγκαλιά.
Οι πρόσφυγες όταν βγαίνουν στη στεριά συνήθως είναι εξουθενωμένοι και αποπροσανατολισμένοι μετά την απίστευτη ταλαιπωρία που έχουν υποστεί (Alexandros Katsis)
Οι γυναίκες που βγαίνουν από τις βάρκες , ιδίως οι μανάδες είναι οι πιο σοκαρισμένες. Σε μια σύγχυση που συνειδητοποιούν τον κίνδυνο που διέτρεξαν και συνάμα ότι πέρασαν ξυστά του και γλίτωσαν. Οι πατεράδες φιλάνε ευλαβικά τα παιδιά τους, σαν μια τελετουργία καθησυχασμού. Οι πιτσιρικάδες βγάζουν selfie. Τα ζευγάρια αγκαλιάζονται. Κάποιο πέφτουν στο έδαφος, προσεύχονται και φιλάνε το χώμα. Αυτή είναι η δική τους -ιδεαλιστική ίσως για μας- αλλά βαθιά ενδόψυχη εκδήλωση ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία τους. Σε μια τέτοια σκηνή συνάντησα τη γιαγιά Μαρίτσα. Την αναγνώρισα από την περίφημη φωτογραφία του Λευτέρη Παρτσάλη.
Με την ίδια απαράμιλλη αγνότητα στο πρόσωπο της μου διηγήθηκε πως στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο η μητέρα του παιδιού πήγε να αλλάξει, επειδή ήταν βρεγμένα τα ρούχα της κι αυτές τάισαν το μωρό «Καλό κάναμε. Όσο βαστάν τα πόδια μας βοηθάμε. Κρίμα είναι οι άνθρωποι. Ξέρουμε κι εμείς από προσφυγιά».
Η Μαρίτσα (δεξιά) μια από τις τρεις γιαγιάδες που τάισαν το προσφυγόπουλο στη διάσημη πλέον φωτογραφία του Λευτέρη Παρτσάλη (Alexandros Katsis)

Η βίαιη εναλλαγή συναισθημάτων

Όποιος πέρασε από τη Σκάλα Συκαμιάς φέτος και βίωσε αυτή την εναλλαγή συναισθημάτων, από τη χαρά και την ανακούφιση στην τρομάρα και τη θλίψη, την ανανοηματοδότηση της θάλασσας από υπόσχεση σε απειλή, το συνεχή ανταγωνισμό της ζωής με τον θάνατο, αρρώστησε. Δεν μπορείς να μείνεις ανέπαφος όταν αντικρίζεις μπροστά σου το ευάλωτο και συνάμα το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Πόσο μάλλον όταν συγκατοικείς μ’ αυτά. Ο Νίκος Κατακουζηνός είναι επίσης ψαράς στο χωριό. Δουλεύει μαζί με τη γυναίκα του για να μπορούν να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές οικογενειακό εισόδημα.

Ο Νίκος Κατακουζηνός ετοιμάζει με την οικογένεια του τη βάρκα τους για ψάρεμα. Η καθημερινότητα τους στη Λέσβο έχει διαταραχθεί από αυτό το πρωτοφανές κύμα προσφύγων (Alexandros Katsis)
«Αλλαξε η ζωή ολόκληρου του χωριού. Η μια μου κόρη έβλεπε εφιάλτες ένα διάστημα. Μια μέρα έφερε σπίτι 3-4 ισοθερμικά που άφησαν οι πρόσφυγες. Της είχε κολλήσει η ιδέα ότι μπορεί να τα χρειαστούμε, ότι μπορεί να βρεθούμε στη θέση τους. Κάποιοι φοβήθηκαν και κλειδώθηκαν στα σπίτια τους. Βέβαια δεν έχει καταγραφεί κάποιο περιστατικό εγκληματικότητας από τους πρόσφυγες. Δεν πειράζουν κανέναν οι άνθρωποι» υποστηρίζει.
Μου μιλάει για τα ζόρια του επαγγέλματος, για τα ψάρια που λιγοστεύουν από την υπεραλιεία, για το φόβο του όταν ανεβάζει το αγκίστρι κι έχει βάρος, μη βγάλει κανέναν πνιγμένο. Ένα φόβο που μου εξομολογήθηκαν όλοι οι ψαράδες που μίλησα και σκοτείνιαζε η όψη τους. Αναδεικνύει ακόμα έναν μελλοντικό κίνδυνο από την αβλεψία των αρμόδιων: «Πλέον στη θάλασσα έχει τόνους πλαστικό. Κανείς δεν έχει μεριμνήσει γι’ αυτό. Θα υπάρξει μεγάλη οικολογική επιβάρυνση. Ο Παυλόπουλος ήρθε εδώ και καλό ήταν αυτό. Δεν μίλησε όμως με ντόπιους και εθελοντές να ακούσει τα προβλήματά τους. Είχαν βγει οι βάρκες και κρατούσαν 300 άτομα βρεγμένα στην παραλία για να μη τους δει».

Το 28% των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν παιδιά, μεταξύ των οποίων και αρκετά βρέφη (Alexandros Katsis)

Η Σκάλα Συκαμιάς δεν είναι γαλατικό χωριό. Είναι πραγματικό. Δίπλα στις προσπάθειες των ψαράδων και των γιαγιάδων υπάρχει κι ο μισανθρωπισμός, τον ψυχανεμίζεσαι στους ρατσιστικούς ψιθύρους τύπου «να πάνε στη χώρα τους» ή «ήρθαν αυτοί και θα μας διώξουν εμάς». Υπάρχουν και τα κοράκια που εξαπατούν ταλαιπωρημένο κόσμο ζητώντας πέντε ευρώ το κεφάλι για να τους πάνε λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Κι αν τους πάρει η χαμπάρι η Αστυνομία τους παρατάνε στη μέση του δρόμου. Και τα  stands στη Μυτιλήνη που πουλάνε χωρίς ταμειακή και ταυτοποίηση κάρτες κινητής τηλεφωνίας με 4 ευρώ χρόνο ομιλίας -απ’ αυτές που παλιά μοιράζανε δωρεάν στις εξόδους του μετρό- για 10 ή 15 ευρώ. Και κάποιες -λίγες- ΜΚΟ «σφραγίδες» που εφαρμόζουν τη στρατηγική μιας πλήρους εμπορευματοποιημένης και επιλεκτικής συμπαράστασης για να δικαιολογήσουν τα κονδύλια τους. Ωστόσο, είναι πραγματικά μίζερο και άδικο να μείνει κανείς μόνο σ’ αυτά. Είναι λίγα και μικρά μπροστά στο έργο ανθρωπισμού που παράγεται στην περιοχή.

Αιγαίο ώρα μηδέν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ το 2015 έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου 851.319 πρόσφυγες (Alexandros Katsis)

Στη Σκάλα Συκαμιάς η αλληλεγγύη νίκησε την απουσία του κράτους, την καχυποψία και τον ατομικισμό. Έγινε το ξυπνητήρι στην αμηχανία της Ευρώπης. Δεν ξέρω αν οι ψαράδες, οι γιαγιάδες και οι ακτιβιστές της Συκαμιάς θα πάρουν το Νομπέλ Ειρήνης, όπως ζητά η πρωτοβουλία που έχει στηθεί στο Διαδίκτυο συγκεντρώνοντας χιλιάδες υπογραφές. Το αξίζουν, αναμφισβήτητα. Είμαι σίγουρη όμως ότι έχουν κερδίσει ήδη μια ειδική μνεία στην Ιστορία για τις συγκλονιστικές σελίδες που γράφουν αυτές τις μέρες…

Πηγή: Protagon.gr